σιτίζεται

σιτίζεται
σῑτίζεται , σιτίζω
feed
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αείσιτος — ον (Α) αυτός που σιτίζεται, τρέφεται διαρκώς με έξοδα τής πολιτείας στο πρυτανείο «ὁ ἐφ ἑκάστῃ ἡμέρᾳ ἐν τῷ πρυτανείῳ δειπνῶν» (Ησύχιος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + σιτος < σῖτος. ΠΑΡ. αρχ. ἀεισιτία] …   Dictionary of Greek

  • απόσκηνος — ἀπόσκηνος, ον (Α) αυτός που στρατοπεδεύει χωριστά, που ζει και σιτίζεται μόνος του …   Dictionary of Greek

  • οικόσιτος — η, ο (Α οἰκόσιτος, ον) αυτός που ζει και τρέφεται μέσα στο σπίτι αρχ. 1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῡντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ οἰκόσιτος εἶναι τηλικοῡτος ὤν»,… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτικός — ή, ό / παρασιτικός, ή, όν, ΝΑ [παράσιτος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παράσιτο ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («παρασιτικός βίος») 2. αυτός που οφείλεται σε παράσιτα 3. φρ. «παρασιτική νόσος» και «παρασιτική ασθένεια» ιατρ. νόσος που …   Dictionary of Greek

  • Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Ψαλίδας, Αθανάσιος — (Ιωάννινα 1767 – Λευκάδα 1829). Δάσκαλος του Γένους. Από παλαιά και εύπορη ηπειρωτική οικογένεια, ο Ψ. έμαθε τα πρώτα και τα εγκύκλια γράμματα στα Ιωάννινα και αργότερα (μετά το 1785) στη Νίζνα και στην Πολτάβα της Ρωσίας, όπου ήταν εγκατεστημένα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”